- κλαδευτήρα
- η1. μεγάλο κλαδευτήρι2. ονομασία τής ουράς τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου3. ζωολ. το πετροχελίδονο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδευτήρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουτάλ-α, κεφάλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαδευτήρα — η μεγεθυντικό του κλαδευτήρι, μεγάλο κλαδευτήρι: Κλάδεψε όλα τα δέντρα με την κλαδευτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλαδευτήρας — ο η κλαδευτήρα … Dictionary of Greek